- φυλακίς
- -ίδος, η, ΝΑβλ. φυλακίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλακίδα — φυλακίς guard fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίδας — φυλακίς guard fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίδες — φυλακίς guard fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίδος — φυλακίς guard fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίδων — φυλακίς guard fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα … Dictionary of Greek
φυλακίδ' — φυλακίδα , φυλακίς guard fem acc sg φυλακίδι , φυλακίς guard fem dat sg φυλακίδε , φυλακίς guard fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Phylacis — PHYLĂCIS, ĭdis, Gr. Φυλακὶς, ίδος, (⇒ Tab. XIV.) des Apollo und der Akakallis, einer Nymphe, Sohn. Pausan. Phoc. c. 16. p. 637. Sieh Philander … Gründliches mythologisches Lexikon
ποταμοφυλακίς — ίδος, ἡ, Α το πλοίο που έκανε περιπολία, σε ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακίς (< φύλαξ, ακος + επίθημα ίς, ίδος)] … Dictionary of Greek